τότε [tóte] επίρρ. χρον. : 
δηλώνει χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος,
το οποίο καθορίζεται από τον ομιλητή ή εννοείται από τα συμφραζόμενα
· εκείνη τη στιγμή, εκείνο τον καιρό.

μουσική: lowtronik

*LAB's New Creators Competition Winner​​​​​​​
τότε/then
Published:

τότε/then

τότε/then stop motion animation

Published: