Based on Warsan Shire's poem, "Home"
No one leaves home unless home is the mouth of a shark. You only run for the border when you see the whole city running as well. Your neighbours running faster than you, the boy you went to school with who kissed you dizzy behind the old tin factory is holding a gun bigger than his body, you only leave home when home won't let you stay. No one would leave home unless home chased you, fire under feet, hot blood in your belly. It's not something you ever thought about doing, and so when you did - you carried the anthem under your breath, waiting until the airport toilet to tear up the passport and swallow, each mouthful of paper making it clear that you would not be going back. you have to understand, no one puts their children in a boat unless the water is safer than the land. Who would choose to spend days and nights in the stomach of a truck unless the miles travelled meant something more than journey. No one would choose to crawl under fences, be beaten until your shadow leaves you, raped, then drowned, forced to the bottom of the boat because you are darker, be sold, starved, shot at the border like a sick animal, be pitied, lose your name, lose your family, make a refugee camp a home for a year or two or ten, stripped and searched, find prison everywhere and if you survive and you are greeted on the other side with go home blacks, refugees dirty immigrants, asylum seekers sucking our country dry of milk, dark, with their hands out smell strange, savage - look what they've done to their own countries, what will they do to ours? The dirty looks in the street softer than a limb torn off, the indignity of everyday life more tender than fourteen men who look like your father, between your legs, insults easier to swallow than rubble, than your child's body in pieces - for now, forget about pride your survival is more important. I want to go home, but home is the mouth of a shark, home is the barrel of the gun and no one would leave home unless home chased you to the shore unless home tells you to leave what you could not behind, even if it was human. No one leaves home until home is a damp voice in your ear saying leave, run now, I don't know what i've become
«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του, εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του αφήνεις την πατρίδα μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις. κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου ζεστό αίμα στην κοιλιά σου δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο ανάμεσα στα δόντια σου και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις. πρέπει να καταλάβεις ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού τρώγοντας εφημερίδες εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι. κανένας δε σέρνεται κάτω από φράχτες κανένας δε θέλει να τον δέρνουν να τον λυπούνται κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία όπου το σώμα σου πονούσε ή τη φυλακή, επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη που φλέγεται και ένας δεσμοφύλακας το βράδι είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου κανένας δε θα το μπορούσε κανένας δε θα το άντεχε κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό για να ακούσει τα: γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι πρόσφυγες βρομομετανάστες ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας αράπηδες με τα χέρια απλωμένα μυρίζετε περίεργα απολίτιστοι κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας πώς δε δίνουμε σημασία στα λόγια στα άγρια βλέμματα ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να καταπιείς από τα χαλίκια από τα κόκαλα από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου. θέλω να γυρίσω στην πατρίδα, αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου να συρθείς στην έρημο να κολυμπήσεις ωκεανούς να πνιγείς να σωθείς να πεινάσεις να εκλιπαρήσεις να ξεχάσεις την υπερηφάνεια η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική. κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε, τρέξε μακριά μου τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ»
No One
Published:

No One

Published:

Creative Fields